deprive
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | deprive |
γ΄ ενικό ενεστώτα | deprives |
αόριστος | deprived |
παθητική μετοχή | deprived |
ενεργητική μετοχή | depriving |
Ρήμα[επεξεργασία]
deprive (en)