αποστερώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀποστερῶ, αποστερεύω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποστερώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποστερῶ, συνηρημένος τύπος του ἀποστερέω < ἀπο- + στερέω / στερῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

αποστερώ (παθητική φωνή: αποστερούμαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]