deprived
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
deprived (en)
- που αποστερείται, που έχει έλλειψη από κάτι
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
deprived (en)
deprived (en)
deprived (en)