αἱρέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | αἱρῶ | |
Παρατατικός | ᾕρουν | |
Μέλλοντας | αἱρήσω | |
Αόριστος | εἷλον | |
Παρακείμενος | ᾕρηκα | |
Υπερσυντέλικος | ᾑρήκειν | |
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
αἱρέω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *ser-
Ρήμα[επεξεργασία]
αἱρέω/αἱρῶ : αἱρέομαι/αἱροῦμαι(= εκλέγω)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- στην παθητική φωνή αντικαθίσταται από το ἁλίσκομαι
- Το αἱρέω / αἱρῶ (κυριεύω) δε σχετίζεται με το ἀείρω / αἴρω (σηκώνω)
[επεξεργασία]
- διαιρέω
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές[επεξεργασία]
- αἱρέω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- αἱρέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αἱρέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.