συναιρέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  συναιρέω/συναιρῶ 
Παρατατικός
Μέλλοντας  συναιρήσω 
Αόριστος
Παρακείμενος
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΑ Πίνακας αρχικών χρόνων μέλλ.: συναιρήσω, μέλλ. β΄: συνελῶ, αόρ. β΄: συνεῖλον, επικ. τύπ. αορ.: σύνελον, μτχ. αορ.: συνελών

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συναιρέω < σύν- + αἱρέω

συναιρέω / συναιρῶ)

  1. μαζεύω, γραπώνω, τυλίγω και σηκώνω, αρπάζω από κοινού
  2. προσπαθώ να κατακτήσω, να καταστρέψω, να εξολοθρεύσω (από κοινού)
  3. συνοψίζω, συντομεύω, συμπυκνώνω, οδηγώ στο ίδιο σημείο
    → δείτε τη μετοχή αορίστου  συνελών λέγω: (για ομιλία) συνοπτικά, περιληπτικά, εν ολίγοις
    → δείτε και την έκφραση : (ὡς) συνελόντι εἰπεῖν
  4. συστέλλω, περιορίζω
  5. (μεταφορικά) τερματίζω, οδηγώ στο τέλος

Απόγονοι

[επεξεργασία]

συναιρέω (αρχαία ελληνικά)

ελληνιστική κοινή: συναίρεσις
νέα ελληνικά: συναίρεση