συνελόντι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

συνελόντι < κλιτικός τύπος μετοχής του ρήματος συναιρέω (→ δείτε  παρακάτω)

Επίρρημα[επεξεργασία]

συνελόντι

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

συνελόντι : κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]

συνελόντι

  1. δοτική ενικού, αρσενικού γένους του συνελών
  2. δοτική ενικού, ουδέτερου γένους (συνελόν) του συνελών

Πηγές[επεξεργασία]