επικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπικός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επικός η επική το επικό
      γενική του επικού της επικής του επικού
    αιτιατική τον επικό την επική το επικό
     κλητική επικέ επική επικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επικοί οι επικές τα επικά
      γενική των επικών των επικών των επικών
    αιτιατική τους επικούς τις επικές τα επικά
     κλητική επικοί επικές επικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επικός < ελληνιστική κοινή ἐπικός < αρχαία ελληνική ἔπος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική épique ή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική epic)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.piˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

επικός, -ή, -ό

  1. (κυριολεκτικά) που έχει σχέση με το έπος, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτό
    ※ Η αρχαία ελληνική λογοτεχνία είχε να επιδείξει ένα περίπυστο παράδειγμα για το οποίο ισχύει η αρχή αυτή, τον Όμηρο. Πράγματι, στην περίπτωση του μεγάλου επικού ποιητή τα ασφαλή βιογραφικάστοιχεία είναι ιδιαιτέρως πενιχρά· στην ουσία γνωρίζουμε μόνο το όνομά του και ενδεχομένως τον τόπο προέλευσής του που εντοπίζεται στα ιωνικά μικρασιατικά παράλια ή στα γειτονικά νησιά. (εφ. Το Βήμα, 24/11/2008)
  2. (μεταφορικά) που χαρακτηρίζεται από σκληρή και επίπονη προσπάθεια, σαν να έχουν γραφεί οι ενέργειές του σε έπος
    ※ Από το 325 π.Χ. και την επική προσπάθεια του Πυθέα του Μασσαλιώτη, ο άνθρωπος προσπάθησε να εξερευνήσει και να κατακτήσει την Αρκτική, χωρίς ωστόσο, λόγω των αιώνιων πάγων, να μπορέσει ποτέ να την εκμεταλλευτεί. (εφ. ελευθεροτυπία, 25/9/2011)
  3. (κατ’ επέκταση) αξιοπρόσεκτος, αξιομνημόνευτος, θαυμαστός
    ※ Επική απάντηση ηλικωμένου γιατί δεν πάει σπίτι του (εφ. Έθνος, 15.03.2020)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]