epic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- epic < (άμεσο δάνειο) μέση γαλλική épique < λατινική epicus < αρχαία ελληνική ἐπικός
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | epic |
συγκριτικός | more epic |
υπερθετικός | most epic |
epic (en)
- επικός, που έχει σχέση με το έπος
- ↪ an epic poem - επική ποίηση
- επικός, που συμβαίνει σε μεγάλο χρονικό διάστημα και συνεπάγεται πολλές δυσκολίες
- ↪ epic struggles - επικές αγώνες
- (ανεπίσημο) επικός, πολύ καλό ή εντυπωσιακό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
epic | epics |
epic (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- epic (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- epic (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 323, 332. ISBN 9780194325684., λήμμα: επικός, έπος