excellent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός excellent
συγκριτικός more excellent
υπερθετικός most excellent

Επίθετο

[επεξεργασία]

excellent (en)

  • εξαιρετικός, άριστος, υπέροχος, ωραίος, θαυμάσιος, πολύ καλός
    ⮡  an excellent friend/scientist - ένας εξαιρετικός φίλος/επιστήμονας
    ⮡  He is an excellent student/doctor.
    Είναι άριστος φοιτητής/γιατρός.
    ⮡  excellent art - υπέροχη τέχνη
    ⮡  We’ll have dinner soon, excellent!
    Σύντομα θα έχουμε δείπνο, υπέροχα!
    ⮡  He has excellent prospects.
    Έχει πολύ ωραία προοπτική.
    ⮡  an excellent meal - θαυμάσιο γεύμα
    ⮡  Is everything ready? Excellent! Let’s get started.
    Είναι όλα έτοιμα; Θαυμάσια! Ξεκινάμε.

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό excellent excellents
θηλυκό excellente excellentes

excellent (fr)