Μετάβαση στο περιεχόμενο

inspiring

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός inspiring
συγκριτικός more inspiring
υπερθετικός most inspiring

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɪnˈspaɪə.rɪŋ/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ɪnˈspaɪr.ɪŋ/ (ΗΠΑ)
τυπογραφικός συλλαβισμός: in‐spir‐ing

Επίθετο

[επεξεργασία]

inspiring (en)

  1. που παρέχει έμπνευση, ο ενθαρρυντικός
     αντώνυμα: uninspiring
  2. ο συγκλονιστικός, ο συναρπαστικός

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

inspiring (en)