συγκλονιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συγκλονιστικός < συν + κλονίζω
- Η λέξη πιστοποιείται σε έγγραφα / πηγές από το 1893
Επίθετο[επεξεργασία]
συγκλονιστικός αρσενικό, συγκλονιστική θηλυκό, συγκλονιστικό ουδέτερο
- συγκλονιστική είδηση
[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συγκλονιστικός
|