Μετάβαση στο περιεχόμενο

κλονίζω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κλονίζω < λείπει η ετυμολογία

κλονίζω

  • δημιουργώ συνθήκες αστάθειας

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]