shake

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
shake shakes

shake (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας shake
γ΄ ενικό ενεστώτα shakes
αόριστος shook
παθητική μετοχή shaken
ενεργητική μετοχή shaking
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

shake (en)

  1. κουνώ, τρέμω, τρεμουλιάζω
    The wooden stairs were old and shook when I went up them.
    Η ξύλινη σκάλα ήταν παλιά και κούναγε όταν την ανέβαινα.
    The earth shook under our feet.
    Η γη έτρεμε κάτω από τα πόδια μας.
     συνώνυμα: tremble, quake
  2. τρέμω από κρύο
    He did not have his coat and shook from the cold.
    Δεν είχε το παλτό του και τρέμει από κρύο.
     συνώνυμα: shiver, shudder
  3. κάνουμε χειραψία
    She refused to shake hands with her teammate.
    (Αυτή) αρνήθηκε να κάνει χειραψία με συμπαίκτριά της.
  4. συνταράζω, προκαλώ σε κάποιον πολύ μεγάλη ψυχική ταραχή
    the news shook us - μας συντάραξε η είδηση