shiver
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
shiver | shivers |
shiver (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | shiver |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shivers |
αόριστος | shivered |
παθητική μετοχή | shivered |
ενεργητική μετοχή | shivering |
shiver (en)