bouleversant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bouleversant | bouleversants |
θηλυκό | bouleversante | bouleversantes |
Επίθετο
[επεξεργασία]bouleversant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bouleversant | bouleversants |
θηλυκό | bouleversante | bouleversantes |
bouleversant (fr)