Μετάβαση στο περιεχόμενο

συγκλονισμός

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συγκλονισμός οι συγκλονισμοί
      γενική του συγκλονισμού των συγκλονισμών
    αιτιατική τον συγκλονισμό τους συγκλονισμούς
     κλητική συγκλονισμέ συγκλονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συγκλονισμός < συγκλονίζω + -μός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συγκλονισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]