inspire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | inspire |
γ΄ ενικό ενεστώτα | inspires |
αόριστος | inspired |
παθητική μετοχή | inspired |
ενεργητική μετοχή | inspiring |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɪnˈspaɪr/ (ΗΠΑ)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : in‐spire
Ρήμα[επεξεργασία]
inspire (en)
- (μεταβατικό) εμπνέω
- (αμετάβατο) εισπνέω
- (μεταβατικό) το να εξαπλώνω έμμεσα φήμες