brilliant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]brilliant (en)
- λαμπερός, αστραφτερός
- (βρετανική σημασία) λαμπρός, εξαιρετικός, θαυμάσιος
- ευφυής
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη intelligent
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]brilliant (en)
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]brilliant (sv)