Μετάβαση στο περιεχόμενο

εξαιρετικός

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξαιρετικός η εξαιρετική το εξαιρετικό
      γενική του εξαιρετικού της εξαιρετικής του εξαιρετικού
    αιτιατική τον εξαιρετικό την εξαιρετική το εξαιρετικό
     κλητική εξαιρετικέ εξαιρετική εξαιρετικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξαιρετικοί οι εξαιρετικές τα εξαιρετικά
      γενική των εξαιρετικών των εξαιρετικών των εξαιρετικών
    αιτιατική τους εξαιρετικούς τις εξαιρετικές τα εξαιρετικά
     κλητική εξαιρετικοί εξαιρετικές εξαιρετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εξαιρετικός < εξαίρετ(ος) + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική exceptionnel) [1]

Επίθετο

[επεξεργασία]

εξαιρετικός -ή -ό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]