εξαιρετικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξαιρετικός < εξαίρετ(ος) + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική exceptionnel) [1]
Επίθετο[επεξεργασία]
εξαιρετικός -ή -ό
- που ξεχωρίζει θετικά (ανάμεσα στους ομοίους του)
- ↪ ο Γιώργος είναι εξαιρετικός μαθητής
- πολύ θετικός, ευχάριστος
- ↪ είχαμε ένα εξαιρετικό γεύμα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη εξαιρώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξαιρετικός
[επεξεργασία]
- ↑ εξαιρετικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.