exceptionnel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- exceptionnel < exception
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | exceptionnel | exceptionnels |
θηλυκό | exceptionnelle | exceptionnelles |
exceptionnel (fr)