super
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
super (en) (χωρίς παραθετικά)
- σούπερ (χαρακτηρίζει κάτι ως πολύ μεγάλο, πολύ ισχυρό ή για να δηλώσει την ανεπιφύλακτη αποδοχή μας)
Επίρρημα[επεξεργασία]
super (en) (χωρίς παραθετικά)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- super class (πληροφορική)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
super | supers |
super (fr) αρσενικό
- η βενζίνη «σούπερ»
- (οικείο) το σουπερμάρκετ
Επίθετο[επεξεργασία]
super (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
Επίρρημα[επεξεργασία]
super (fr)
Ρήμα[επεξεργασία]
super (fr)
[επεξεργασία]
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Πρόθεση[επεξεργασία]
super (eo)
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
super (pl) άκλιτο (χωρίς παραθετικά)
Επίρρημα[επεξεργασία]
super (pl)
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Επίθετα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Επίθετα χωρίς παραθετικά (αγγλικά)
- Επιρρήματα (αγγλικά)
- Επιρρήματα χωρίς παραθετικά (αγγλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Οικείοι όροι (γαλλικά)
- Επίθετα (γαλλικά)
- Επιρρήματα (γαλλικά)
- Ρήματα (γαλλικά)
- Ιδιωματικοί όροι (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (εσπεράντο)
- Γλώσσα εσπεράντο
- Προθέσεις (εσπεράντο)
- Αντίστροφο λεξικό (εσπεράντο)
- Πολωνική γλώσσα
- Επίθετα (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)
- Επίθετα χωρίς παραθετικά (πολωνικά)
- Επιρρήματα (πολωνικά)