ρουφώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρουφώ < μεσαιωνική ελληνική ρουφῶ < αρχαία ελληνική ῥοφέω / ῥοφάω / ῥοφῶ < πρωτοελληνική *hropʰéyō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *srebʰ- (ρουφώ)
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρουφώ , πρτ.: ρουφούσα και ρούφαγα, στ.μέλλ.: θα ρουφήξω, αόρ.: ρούφηξα, μτχ.π.π.: ρουφηγμένος
- πίνω κάτι θορυβωδώς με χαρακτηριστικές κινήσεις της γλώσσας και των χειλιών
- πίνω ή τρώω κάτι λαίμαργα
- εισπνέω
- απορροφώ
- (για υγρό στοιχείο: λίμνη, θάλασσα) έλκω κάτι προς τον βυθό
- (μεταφορικά) εξαντλώ
- προσέχω και αφομοιώνω κάτι που ακούω ή διαβάζω
- (αργκό) δέχομαι (γκολ)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ρούφα τ' αβγό σου: (ειρωνικό) κοίτα τη δουλειά σου, μην ασχολείσαι με αλλότριες υποθέσεις
- ρουφώ το αίμα κάποιου: του παίρνω τα πάντα, τον εκμεταλλεύομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)