καλά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καλά < καλός
Προφορά
Επίρρημα
καλά (τροπικό)
- με καλό τρόπο
- δείχνοντας ικανότητα σε κάποιο τομέα, ικανοποιητικά
- ζωγραφίζει καλά
- με ευγένεια
- τους μίλησε καλά και τους πήρε με το μέρος της
- σε καλή σωματική ή/και ψυχολογική κατάσταση
- είμαι καλά, νιώθω καλά, έγινε καλά
- ολοκληρωμένα, χωρίς ατέλειες
- δεν μου έφτιαξαν καλά το αυτοκίνητο και ξαναχάλασε
- χαρακτηρισμός σχολικής επίδοσης, για βαθμό μεταξύ 12,5 και 15,5 στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση
Εκφράσεις
- και καλά: δήθεν, τάχαμου
- καλά να πάθω: ό,τι έπαθα ήταν από δικό μου φταίξιμο
- να είσαι καλά (να είστε/'σαι/'στε καλά): παρακαλώ (σε απάντηση στο ευχαριστώ)
- πάλι καλά: ευτυχώς που δεν πάθαμε χειρότερα
- σώνει και καλά: οπωσδήποτε, με κάθε τρόπο
- τα πάω καλά: προοδεύω, έχω επιτυχίες
- στα καλά καθούμενα: απρόσμενα/ξαφνικά
Αντώνυμα
Δείτε επίσης
Μεταφράσεις
καλά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
καλά
- καλό, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού