καλά ξυπνητούρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλά ξυπνητούρια < → δείτε τη λέξη καλά (επίρρημα), ξυπνητούρια
Εκφράσεις[επεξεργασία]
καλά ξυπνητούρια (ειρωνικό)
- για κάποιον που ξυπνά ή σηκώνεται αργά, καθυστερημένα
- (μεταφορικά) για κάποιον που δεν αντιλαμβάνεται την κατάσταση ή πληροφορείται κάτι αργά, καθυστερημένα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξυπνητούρια, καλά ξυπνητούρια
|