καλά ξυπνητούρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλά ξυπνητούρια < → δείτε τη λέξη καλά (επίρρημα), ξυπνητούρια

Εκφράσεις[επεξεργασία]

καλά ξυπνητούρια (ειρωνικό)

  1. για κάποιον που ξυπνά ή σηκώνεται αργά, καθυστερημένα
  2. (μεταφορικά) για κάποιον που δεν αντιλαμβάνεται την κατάσταση ή πληροφορείται κάτι αργά, καθυστερημένα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]