gut
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gut (en)
- το πεπτικό σύστημα, ιδιαίτερα το έντερο
- η κοιλιά, ιδιαίτερα η κοιλιά με πάχος
- beer gut
- το έντερο ζώων που χρησιμοποιείται για να φτιαχτούν χορδές
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
gut (de)