Μετάβαση στο περιεχόμενο

gut

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
gut guts

gut (en)

  1. το έντερο, τα σπλάχνα, το τμήμα του πεπτικού σωλήνα από το στομάχι ως τον πρωκτό
    παράδειγμα  I’m having discomfort in my guts.
    Έχω ενοχλήσεις στα έντερα.
    παράδειγμα  A histological exam of the guts was ordered.
    Διατάχτηκε η ιστολογική εξέταση των σπλάχνων.
     συνώνυμα: intestine
  2. (μόνο πληθυντικός) τα σπλάχνα, τα έντερα ζώων που χρησιμοποιούνται για να φτιαχτούν χορδές
    παράδειγμα  They use the guts of the lamb for Easter soup.
    Χρησιμοποιούν τα σπλάχνα του αρνιού για Πασχαλινή σούπα.
    παράδειγμα  liver and guts a συκωταριά και έντερα
  3. (ανεπίσημο) η κοιλιά, ιδιαίτερα η κοιλιά με πάχος
    παράδειγμα  He has a bit of a gut.
    Έχει λίγη κοιλιά.
     συνώνυμα: belly
  4. (ανεπίσημο, μόνο πληθυντικός) τα κότσια, το θάρρος και η δύναμη να αντεπεξέλθει κάποιος σε μια πρόκληση
    παράδειγμα  If you have the guts to cross him…
    Αν έχεις τα κότσια να του πας κόντρα…
ενεστώτας gut
γ΄ ενικό ενεστώτα guts
αόριστος gutted
παθητική μετοχή gutted
ενεργητική μετοχή gutting

gut (en)

  • ξεντερίζω, σκίζω και αφαιρώ τα έντερα από το εσωτερικό ενός ψαριού ή ενός ζώου για να το ετοιμάσω για μαγείρεμα
    παράδειγμα  He gutted the hen to put stuffing in it.
    Ξεντέρισε την κότα για να βάλει γέμιση.
    παράδειγμα  They gut the fish, salt them, and then leave them to dry in the sun.
    Σκίζουν τα ψάρια, τ' αλατίζουν και μετά τ' αφήνουν να ξεραθούν στον ήλιο.



Γερμανικά (de)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
 
 

Επίρρημα

[επεξεργασία]

gut (de)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]
  1. schlecht