gut

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gut (en)

  1. το πεπτικό σύστημα, ιδιαίτερα το έντερο
  2. η κοιλιά, ιδιαίτερα η κοιλιά με πάχος
    beer gut
  3. το έντερο ζώων που χρησιμοποιείται για να φτιαχτούν χορδές

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 
 

Επίρρημα

[επεξεργασία]

gut (de)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]
  1. schlecht