σώνει και καλά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈso.ni ce‿kaˈla/
Έκφραση
[επεξεργασία]- με κάθε τρόπο, με ιδιαίτερη επιμονή, οπωσδήποτε
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σώνει και καλά
|
Πηγές
[επεξεργασία]- σώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας