και
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- και < αρχαία ελληνική καί
Προφορά[επεξεργασία]
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
και (κι πριν από φωνήεν)
- συνδέει κατά παράταξη όμοιες προτάσεις ή όμοιους όρους πρότασης
- φάγαμε και ήπιαμε καλά
- στην αρχή πρότασης ως μεταβατικός σύνδεσμος
- Και να που ήρθε η ώρα να πάμε αυτό το ταξίδι.
- επίσης, επιπλέον (δηλώνει προσθήκη)
- Θα ήθελα και ζεστή σοκολάτα πάνω στο παγωτό μου, σας παρακαλώ.
- ακόμη και (επιδοτικός)
- Και άρρωστος που ήταν, τίποτα δεν τον σταματούσε.
- συν (για την αριθμητική πράξη της πρόσθεσης)
- δύο και δύο κάνουν τέσσερα
- (καθομιλουμένη) εκφράζει εναλλακτική επιλογή ή δυνητικότητα
- Αν θες πάρε και αυτό (συνήθως σημαίνει ότι κρατάς και το προηγούμενο, όμως δύναται να σημαίνει: «θα μπορούσες να επιλέξεις και αυτό», δηλαδή ένα μόνο αντικείμενο, απλώς δυνητικά εναλλακτικό. Θεωρείται προβληματική και ασαφής διατύπωση. Αποφεύγεται στον γραπτό λόγο. Σε νομικά κείμενα θεωρείται ανεπίτρεπτη η χρήση αυτή του και λόγω ασάφειας.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
και