και
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- και < αρχαία ελληνική καί
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /t͡ʃε/ (διαλεκτικό, όπως στα Κρητικά)
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
και (κι πριν από φωνήεν) συμπλεκτικός σύνδεσμος
- (συντακτικό) συνδέει κατά παράταξη όμοιες προτάσεις ή όμοιους όρους πρότασης
- φάγαμε και ήπιαμε καλά
- στην αρχή πρότασης ως μεταβατικός σύνδεσμος
- και να που ήρθε η ώρα να πάμε αυτό το ταξίδι
- επίσης, επιπλέον (δηλώνει προσθήκη)
- Θα ήθελα και ζεστή σοκολάτα πάνω στο παγωτό μου, σας παρακαλώ.
- ακόμη και (επιδοτικός)
- Και άρρωστος που ήταν, τίποτα δεν τον σταματούσε.
- (καθομιλουμένη) εκφράζει εναλλακτική επιλογή ή δυνητικότητα
- (αριθμητική) συν (για την αριθμητική πράξη της πρόσθεσης)
- δύο και δύο κάνουν τέσσερα
- (λογική) λογικός τελεστής που συνδέει
- ※ Παράδειγμα 1. Ο Γιάννης και η Μαρία είναι παντρεμένοι. [...] Πρώτη ερμηνεία: Ο Γιάννης και η Μαρία είναι παντρεμένοι μεταξύ τους. Δεύτερη ερμηνεία: Ο Γιάννης είναι παντρεμένος και η Μαρία είναι παντρεμένη. [...]
- Οι δύο διαφορετικές αυτές ερμηνείες οφείλονται στον ασαφή συνδετικό ρόλο που διαδραματίζει στη συγκεκριμένη πρόταση ο λογικός τελεστής ΚΑΙ. Δεν είναι σαφές από τη διατύπωση, αν ο τελεστής συνδέει δύο υποκείμενα μιας κύριας πρότασης (πρώτη ερμηνεία) ή αν συνδέει δύο υπονοούμενες κύριες προτάσεις (δεύτερη ερμηνεία).
- Διδακτικά βιβλία στο greek‑language.gr
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
και