is
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Δανικά (da)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
is (da)
- ο πάγος
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Αντωνυμία[επεξεργασία]
- (οριστική αντωνυμία) αυτός, -ή, -ό
Κλίση[επεξεργασία]
Οριστική Αντωνυμία | |||
---|---|---|---|
ενικός | |||
πτώση | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο |
ονομαστική | is | ea | id |
γενική | eius | eius | eius |
δοτική | ei | ei | ei |
αιτιατική | eum | eam | id |
κλητική | - | - | - |
αφαιρετική | eo | ea | eo |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | ei/ii/i | eae | ea |
γενική | eorum | earum | eorum |
δοτική | eis/iis | eis/iis | eis/iis |
αιτιατική | eos | eas | ea |
κλητική | - | - | - |
αφαιρετική | eis/iis | eis/iis | eis/iis |
(Οριστικές Αντωνυμίες) |
[επεξεργασία]
Νορβηγικά (no)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
is (no)
- ο πάγος
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
is (nl)
- γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεστώτα του zijn: είναι, ισούται
- ↪ mijn zoon is bij ons thuis - ο γιος μου είναι στο σπίτι μας
Σκωτικά γαελικά (gd)[επεξεργασία]
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
is (gd)