item

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
item items

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

item (en)

  1. το θέμα, ένα πράγμα σε μια λίστα με πράγματα για τα οποία πρέπει να αγοράσω, να κάνω, να μιλήσω κτλ.
    the next items on the agenda - τα επόμενα θέματα της ημερήσιας διάταξης
    Check all the items on the list.
    Τσεκάρισε όλα τα πράγματα στον κατάλογο.
  2. το είδος, ένα μόνο αντικείμενο ή πράγμα
    household items - οικιακά είδη
    kitchen items - είδη κουζίνας
    office items - είδη γραφείου
    bathroom items - είδη μπάνιου
    All the items in this catalogue…
    Όλα τα είδη σ' αυτόν τον κατάλογο…
  3. στοιχείο

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

item (fr)

  1. έτσι, άλλωστε

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
item items

item (fr) αρσενικό

  1. άρθρο, στοιχείο