article

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
article articles

article (en)

  1. το άρθρο, δημοσιευμένο κείμενο σε εφημερίδα ή περιοδικό
    ⮡  I read your entire article, from the first to the last line.
    Διάβασα όλο το άρθρο σου, από την πρώτη ως την τελευταία γραμμή.
  2. (επίσημο) το είδος, το αντικείμενο, το εμπόρευμα
    ⮡  articles of clothing - είδη ρουχισμού
    ⮡  someone’s personal articles - τα προσωπικά αντικείμενα κάποιου
     συνώνυμα: item
  3. (νομικός όρος) το άρθρο, αριθμημένο τμήμα ενός νομικού ή επίσημου κειμένου
    ⮡  according to article 1, paragraph 3 - σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 3
  4. (γραμματική) το άρθρο, το μέρος του λόγου
    ⮡  the definite/indefinite article - το οριστικό/αόριστο άρθρο



      ενικός         πληθυντικός  
article articles

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
article < λατινική articulus, άρθρωση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

article (fr) αρσενικό

Il y a des articles définis et des articles indéfinis. Υπάρχουν οριστικά και αόριστα άρθρα.
Le premier article de la constitution. Το πρώτο άρθρο του συντάγματος.

Συγγενικά

[επεξεργασία]