article
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
article (en)
- (γραμματική) άρθρο (μέρος του λόγου)
- άρθρο (δημοσιευμένο κείμενο σε εφημερίδα ή περιοδικό)
- αριθμημένο τμήμα ενός νομικού ή επίσημου κειμένου
- αντικείμενο, εμπόρευμα
Ρήμα[επεξεργασία]
article (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
article | articles |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
article (fr) αρσενικό
- Il y a des articles définis et des articles indéfinis. Υπάρχουν οριστικά και αόριστα άρθρα.
- (μέρος κειμένου) άρθρο
- Le premier article de la constitution. Το πρώτο άρθρο του συντάγματος.