ei

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ei

Εσθονικά (et)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

ei (et)



Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας[επεξεργασία]

ei (la)

  1. δοτική ενικού, αρσενικού, θηλυκού ή ουδέτερου γένους του is
  2. ονομαστική πληθυντικού, αρσενικού γένους του is

Κλίση[επεξεργασία]

Οριστική Αντωνυμία
ενικός
πτώση αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική is ea id
γενική eius eius eius
δοτική ei ei ei
αιτιατική eum eam id
κλητική - - -
αφαιρετική eo ea eo
πτώση πληθυντικός
ονομαστική ei/ii/i eae ea
γενική eorum earum eorum
δοτική eis/iis eis/iis eis/iis
αιτιατική eos eas ea
κλητική - - -
αφαιρετική eis/iis eis/iis eis/iis
(Οριστικές Αντωνυμίες)



Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ei (nl)



Παλαιά γαλλικά (fro)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ei θηλυκό

  1. μέλισσα
    → δείτε τη λέξη ee



Φινλανδικά (fi)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

ei (fi)

Αντώνυμα[επεξεργασία]