μέλισσα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μέλισσα | οι | μέλισσες |
γενική | της | μέλισσας | των | μελισσών |
αιτιατική | τη | μέλισσα | τις | μέλισσες |
κλητική | μέλισσα | μέλισσες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μέλισσα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μέλισσα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μέλισσα θηλυκό
- (έντομο) (Apis melifera) υμενόπτερο έντομο με δηλητηριώδες κεντρί. Ζει σε κοινωνίες κι εκτρέφεται για το μέλι και το κερί που παράγει
- ⮡ σμάρι από μέλισσες, κυψέλη μελισσών
- ⮡ Οι εργάτριες, οι κηφήνες και η βασίλισσα απαρτίζουν την κοινωνία των μελισσών.
- (φυτό) πολυετές ποώδες φυτό με μορφή θάμνου
- ομαδικό παιχνίδι κυρίως για κορίτσια που συνοδεύεται από ένα τραγούδι για τη μέλισσα
- ⮡ περνά, περνά η μέλισσα με τα μελισσόπουλα....
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
μέλισσα στη Βικιπαίδεια
- σφήκα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] έντομο
Πηγές
[επεξεργασία]- μέλισσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μέλισσα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μέλισσᾰ | αἱ | μέλισσαι |
γενική | τῆς | μελίσσης | τῶν | μελισσῶν |
δοτική | τῇ | μελίσσῃ | ταῖς | μελίσσαις |
αιτιατική | τὴν | μέλισσᾰν | τὰς | μελίσσᾱς |
κλητική ὦ! | μέλισσᾰ | μέλισσαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μελίσσᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μελίσσαιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μέλισσα < μελιτ- (< μέλι)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μέλισσα και μέλιττα θηλυκό
- (έντομο) η μέλισσα
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 305 (303-306)
- τῷ δὲ θεοὶ νεμεσῶσι καὶ ἀνέρες ὅς κεν ἀεργὸς | ζώῃ, κηφήνεσσι κοθούροις εἴκελος ὀργήν, | οἵ τε μελισσάων κάματον τρύχουσιν ἀεργοὶ | ἔσθοντες·
- Οργίζονται οι θεοί και οι άνθρωποι μ᾽ αυτόν που άεργος ζει, | όμοιος στο ήθος με τους χωρίς κεντρί κηφήνες, | που άεργοι των μελισσών τον κάματο καταναλώνουν τρώγοντας.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- τῷ δὲ θεοὶ νεμεσῶσι καὶ ἀνέρες ὅς κεν ἀεργὸς | ζώῃ, κηφήνεσσι κοθούροις εἴκελος ὀργήν, | οἵ τε μελισσάων κάματον τρύχουσιν ἀεργοὶ | ἔσθοντες·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 594 (594-595)
- ὡς δ᾽ ὁπότ᾽ ἐν σμήνεσσι κατηρεφέεσσι μέλισσαι | κηφῆνας βόσκωσι, κακῶν ξυνήονας ἔργων·
- Όμοια όπως οι μέλισσες στις σκεπαστές κυψέλες | τους κηφήνες τρέφουνε, που είναι συνεργάτες στα έργα τα κακά.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ὡς δ᾽ ὁπότ᾽ ἐν σμήνεσσι κατηρεφέεσσι μέλισσαι | κηφῆνας βόσκωσι, κακῶν ξυνήονας ἔργων·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 194.1
- τούτων δὲ Γύζαντες ἔχονται, ἐν τοῖσι μέλι πολλὸν μὲν μέλισσαι κατεργάζονται, πολλῷ δ᾽ ἔτι πλέον λέγεται δημιοργοὺς ἄνδρας ποιέειν.
- Αμέσως ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς έρχονται οι Γύζαντες, που στη χώρα τους πολύ μέλι δίνουν οι μέλισσες, πολύ περισσότερο όμως λένε ότι κάνουν οι άνθρωποι που ξέρουν να το δουλεύουν.
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τούτων δὲ Γύζαντες ἔχονται, ἐν τοῖσι μέλι πολλὸν μὲν μέλισσαι κατεργάζονται, πολλῷ δ᾽ ἔτι πλέον λέγεται δημιοργοὺς ἄνδρας ποιέειν.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας Δημόκριτος, Απόσπασμα, 227 [80 N.]-@scaife.perseus
- οἱ φειδωλοὶ τὸν τῆς μελίσσης οἶτον ἔχουσιν ἐργαζόμενοι ὡς ἀεὶ βιωσόμενοι.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 305 (303-306)
- ιέρεια των Δελφών της Δήμητρος, της Αρτέμιδος και της Κυβέλης
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ἀγριμέλισσα
- μελισσαῖος
- μελίσσειος
- μελισσεύς
- μελισσήεις
- μελισσία
- μελίσσιος
- μελισσοβότανον
- μελισσόβοτος
- μελισσοφάγος
- μελισσοφάτνη
- μελισσόφονος
- μελισσόφυλλον
- μελισσόφυτον
- μελισσοκόμος
- μελισσοκράς
- μελισσονόμος
- μελισσόομαι
- μελισσοπόλος
- μελισσοπόνος
- μελισσόρυτος
- Μέλισσος
- μελισσοσόος
- μελισσότευκτος
- μελισσότοκος
- μελισσοτρόφιον
- μελισσοτρόφος
- μελισσουργεῖον
- μελισσουργέω
- μελισσουργία
- μελισσουργικός
- μελισσουργός
Πηγές
[επεξεργασία]- μέλισσα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μέλισσα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Έντομα (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Παιχνίδια (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θάλασσα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Έντομα (αρχαία ελληνικά)
- Ζώα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ησίοδο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ηρόδοτο (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)