μέλισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μέλισσα | οι | μέλισσες |
γενική | της | μέλισσας | των | μελισσών |
αιτιατική | τη | μέλισσα | τις | μέλισσες |
κλητική | μέλισσα | μέλισσες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μέλισσα < αρχαία ελληνική μέλισσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μέλισσα θηλυκό
- (εντομολογία) (Apis melifera) υμενόπτερο έντομο με δηλητηριώδες κεντρί. Ζει σε κοινωνίες κι εκτρέφεται για το μέλι και το κερί που παράγει
- σμάρι από μέλισσες, κυψέλη μελισσών
- οι εργάτριες, οι κηφήνες και η βασίλισσα απαρτίζουν την κοινωνία των μελισσών
- (βοτανική) πολυετές ποώδες φυτό με μορφή θάμνου
- ομαδικό παιχνίδι κυρίως για κορίτσια που συνοδεύεται από ένα τραγούδι για τη μέλισσα
- περνά, περνά η μέλισσα με τα μελισσόπουλα....
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
μέλισσα στη Βικιπαίδεια
- σφήκα
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έντομο
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μέλισσᾰ | αἱ | μέλισσαι |
γενική | τῆς | μελίσσης | τῶν | μελισσῶν |
δοτική | τῇ | μελίσσῃ | ταῖς | μελίσσαις |
αιτιατική | τὴν | μέλισσᾰν | τὰς | μελίσσᾱς |
κλητική ὦ! | μέλισσᾰ | μέλισσαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μελίσσᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μελίσσαιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μέλισσα < μελιτ- (< μέλι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μέλισσα και μέλιττα θηλυκό
- (εντομολογία) η μέλισσα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Εντομολογία (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Παιχνίδια (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θάλασσα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Εντομολογία (αρχαία ελληνικά)