ape
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ape | apes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ape (en)
- (θηλαστικό ζώο) μεγαλόσωμος πίθηκος χωρίς ουρά
- (μεταφορικά) άνθρωπος χωρίς καλούς τρόπους
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Ιντερλίνγκουα (ia)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ape (ia)
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ape | api |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ape (it)
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Θηλαστικά (αγγλικά)
- Ζώα (αγγλικά)
- Γλώσσα ιντερλίνγκουα
- Ουσιαστικά (ιντερλίνγκουα)
- Έντομα (ιντερλίνγκουα)
- Ζώα (ιντερλίνγκουα)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (ιταλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Έντομα (ιταλικά)
- Ζώα (ιταλικά)