Μετάβαση στο περιεχόμενο

api

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

api (id)



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ape api

api (it)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

api (ms)