bite

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
bite bites

bite (en)

  1. (μετρήσιμο) το δάγκωμα, η δαγκωματιά, η ενέργεια του δαγκώνω
    a bite from a snake - ένα δάγκωμα από φίδι
  2. (μετρήσιμο) η δαγκωνιά, η δαγκωματιά, η μπουκιά, ένα μικρό κομμάτι φαγητού που μπορώ να δαγκώσω
    Give me a little bite too.
    Δώσε μου και μένα μια δαγκωνιά.
    Give me a bite of your apple.
    Δώσε μου μια δαγκωματιά από το μήλο σου.
    I haven’t had a bite since the morning.
    Δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου από το πρωί.
  3. (μόνο στον ενικό, ανεπίσημο) σύντομο γεύμα
  4. (μετρήσιμο) η δαγκωματιά, η δαγκωνιά, το τσίμπημα, τραύμα ή ίχνος που δημιουργήθηκε από δάγκωμα
    mosquito bites - δαγκωματιές/τσιμπήματα από κουνούπια
    The bread had a bite in it.
    Tο ψωμί είχε μια δαγκωματιά.
    His body was full of bites.
    Το κορμί του ήταν γεμάτο δαγκωνιές.
    His legs are full of mosquito bites.
    Tα πόδια του είναι γεμάτα τσιμπήματα από τα κουνούπια.

Παράγωγα[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας bite
γ΄ ενικό ενεστώτα bites
αόριστος bit
παθητική μετοχή bitten, bit
ενεργητική μετοχή biting
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

bite (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) δαγκώνω, χρησιμοποιώ τα δόντια μου για να κόψω κάτι
    The child bit (into) the apple.
    Το παιδί δάγκωσε το μήλο.
    Your dog bit my leg./Your dog bit me on the leg.
    Ο σκύλος σου με δάγκωσε στο πόδι.
    He bit that fed him.
    Δάγκωσε το χέρι που τον έτρεφε.
  2. (μεταβατικό) δαγκώνω, χρησιμοποιώ τα δόντια μου για να κρατήσω κάτι, χωρίς την πρόθεση να το κόψω
    I am biting the pencil.
    Δαγκώνω το μολύβι.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) δαγκώνω, τσιμπάω, ένα έντομο ή ένα φίδι τραυματίζει κάποιον με μια μικρή τρύπα στο δέρμα του
    The mosquitoes/the snakes bite.
    Τα κουνούπια/τα φίδια δαγκώνουν.
    If you are bitten by mosquitos or fleas…
    Αν σε τσιμπήσουν κουνούπια ή ψύλλοι…
  4. (αμετάβατο) τσιμπάω ένα δόλωμα, για ψάρια
    The fish was biting (at) the bait.
    Το ψάρι τσιμπούσε το δόλωμα.
  5. (αμετάβατο) τσιμπάω, μεταφορικά, δέχομαι μια προσφορά
    I think he’ll bite at our offer.
    Νομίζω ότι τσιμπάει προσφορά μας.

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
bite bites

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /bit/
ομόηχα: beat, bit, bitte

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bite (fr) θηλυκό



Λετονικά (lv)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bite (lv)