bite
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bite | bites |
bite (en)
- δάγκωμα, δαγκωματιά (η ενέργεια του δαγκώνω)
- η δαγκωματιά (το ίχνος που άφησε ένα δάγκωμα)
- το τσίμπημα (το ίχνος που άφησε ένα τσίμπημα εντόμου)
- η δαγκωνιά, η δαγκωματιά (μικρή ποσότητα τροφής)
- σύντομο γεύμα
- κάτι το δυσάρεστο
- η ενέργεια της αντιγραφής λόγων άλλου
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | bite |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bites |
αόριστος | bit |
παθητική μετοχή | bitten, bit |
ενεργητική μετοχή | biting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
bite (en)
- δαγκώνω
- έχω καλή πρόσφυση (π.χ. για λάστιχα αυτοκινήτου)
- τσιμπάω ένα δόλωμα (για ψάρια ή μεταφορικά)
- τσιμπάω (για έντομα)
- είμαι πολύ δυσάρεστος (για πράγματα πολύ κακής ποιότητας)
- αντιγράφω κάτι που είπε άλλος, κλέβω
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- bite < νορμανδική bitter, βουλώνω < αρχαία σκανδιναβική bita, δαγκώνω
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bite | bites |
bite (fr) θηλυκό
- (χυδαίο) η τσουτσούνα
[επεξεργασία]
Λετονικά (lv)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bite (lv)