γεύμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: γεῦμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γεύμα τα γεύματα
      γενική του γεύματος των γευμάτων
    αιτιατική το γεύμα τα γεύματα
     κλητική γεύμα γεύματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γεύμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γεῦμα (γεύση, τροφή). Συγκρίνετε με τα γιόμα, γέμα.[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈʝev.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γεύ‐μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γεύμα ουδέτερο

  1. η τροφή που καταναλώνει κάποιος σε τακτά διαστήματα της ημέρας
    ⮡  οι διαιτολόγοι λένε ότι είναι απαραίτητα τρία γεύματα την ημέρα
  2. η διαδικασία της παράθεσης γεύματος
    το χριστουγεννιάτικο γεύμα ήταν μια ολόκληρη ιεροτελεστία
  3. (επίσημο) το μεσημεριανό φαγητό σε επίσημη συνεστίαση
    → δείτε και τη λέξη δείπνο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

(δημοτική)

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
γευμ- 

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]