γεύμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γεύμα | τα | γεύματα |
γενική | του | γεύματος | των | γευμάτων |
αιτιατική | το | γεύμα | τα | γεύματα |
κλητική | γεύμα | γεύματα | ||
όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γεύμα < αρχαία ελληνική γεῦμα
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γεύμα ουδέτερο
- η τροφή που καταναλώνει κάποιος σε (όχι αυστηρά) καθορισμένη ώρα της ημέρας
- οι διαιτολόγοι λένε ότι είναι απαραίτητα τρία γεύματα την ημέρα
- η διαδικασία της παράθεσης και κατανάλωσης του φαγητού, ιδιαίτερα ως μέρος της οικογενειακής και κοινωνικής ζωής· η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως για το μεσημεριανό (βλέπε και δείπνο)
- το χριστουγεννιάτικο γεύμα ήταν μια ολόκληρη ιεροτελεστία