σφήκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σφήκα | οι | σφήκες |
γενική | της | σφήκας | των | σφηκών |
αιτιατική | τη | σφήκα | τις | σφήκες |
κλητική | σφήκα | σφήκες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
σφήκα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σφήκα και σφήγκα < αρχαία ελληνική σφήξ[1]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σφήκα θηλυκό
- (έντομο) είδος εντόμου της τάξης Υμενόπτερα (λατινικά: Hymenoptera) με φαρμακερό κεντρί και με κίτρινες και μαύρες ρίγες
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
σφήκα στη Βικιπαίδεια
- μέλισσα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σφήκα
[επεξεργασία]
- ↑ σφήκα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Έντομα (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)