σφήκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Σφήκα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σφήκα οι σφήκες
      γενική της σφήκας των σφηκών
    αιτιατική τη σφήκα τις σφήκες
     κλητική σφήκα σφήκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μια σφήκα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σφήκα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σφήκα και σφήγκα < αρχαία ελληνική σφήξ[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈsfi.ka/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σφήκα θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]