Μετάβαση στο περιεχόμενο

guêpe

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
guêpe guêpes

guêpe (fr) θηλυκό