υμενόπτερα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υμενόπτερα < ελληνιστική κοινή ὑμενόπτερα, ουδέτερο του ὑμενόπτερος < αρχαία ελληνική ὑμήν + πτερόν (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική hyménoptères ή σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική hymenoptera)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υμενόπτερα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (εντομολογία) τάξη εντόμων που διακρίνονται από δύο ζεύγη λεπτών, διαφανών φτερών και περιλαμβάνουν είδη γνωστά για τις συχνά πολύπλοκες κοινωνικές δομές τους (μέλισσες, σφήκες, μυρμήγκια κ.λπ.)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υμενόπτερα
Πηγές
[επεξεργασία]- υμενόπτερα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- υμενόπτερα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- υμενόπτερα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εντομολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)