Μετάβαση στο περιεχόμενο

υμενόπτερα

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υμενόπτερα < ελληνιστική κοινή ὑμενόπτερα, ουδέτερο του ὑμενόπτερος < αρχαία ελληνική ὑμήν + πτερόν (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική hyménoptères ή σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική hymenoptera)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υμενόπτερα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]