μελισσάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /me.liˈsas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐λισ‐σάς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μελισσάς αρσενικό
- (επάγγελμα, λαϊκότροπο) ο μελισσοκόμος
- ※ Κι έτσι βλέπουμε τους μελισσάδες μας να κοκορεύονται πως είναι μεγάλοι νοικοκυραίοι με 200-400 κυψέλες ο καθένας που δεν τις «δουλεύουν» αλλά τις αφήνουν στο έλεος του Υψίστου.
- Μελισσοκομική Ελλάς, 1982, σελ. 270
- ※ Όχι πως και τα υπόλοιπα βουνά δεν δούλευαν παλιά, αλλά ήταν τέτοια η ένταση της μελιτοέκκρισης στο Μαίναλο που κατά κύριο λόγο όλοι οι μελισσάδες εκεί ξεφόρτωναν συνωστισμένοι.
- Μέλι ελάτης βανίλια: Ό,τι χρειάζεται να ξέρουμε για τον ορεινό θησαυρό της Αρκαδίας, Η Καθημερινή, 29 Ιουλίου 2022
- ※ Βασίλισσα η μέλισσα στην επικονιαστική αποθήκη του πλανήτη. Βασίλισσα η Αφρική, κι ας λεηλατήθηκε ο πλούτος της για να γίνει πλούτος των Δυτικών. Βασίλισσα η Poppy στις καρδιές των Αφρικανών μελισσάδων. Παγκόσμια Ημέρα Μέλισσας η 20ή Μαΐου. Μία κουταλιά ελληνικό μέλι και οι σκέψεις μας μαζί της.
- Αλέξανδρος Γκουσιάρης, Η Ελληνίδα μελισσοκόμος που έφτασε μέχρι την Αφρική, gastronomos.gr, 19 Μαΐου 2023
- ※ Κι έτσι βλέπουμε τους μελισσάδες μας να κοκορεύονται πως είναι μεγάλοι νοικοκυραίοι με 200-400 κυψέλες ο καθένας που δεν τις «δουλεύουν» αλλά τις αφήνουν στο έλεος του Υψίστου.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μελισσάς
→ δείτε τη λέξη μελισσοκόμος |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άς (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)