Μετάβαση στο περιεχόμενο

bee

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
bee bees

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bee (en)

  • (έντομο) η μέλισσα
      The bees are sitting in the flowers.
    Οι μέλισσες κάθονται πάνω στα λουλούδια.