be
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
be < μέση αγγλική been < αγγλοσαξονική beon
Ρήμα[επεξεργασία]
be (en) (αόριστος was/were, μετοχή παρακειμένου been)
Κλίση[επεξεργασία]
Το ρήμα to be κλίνεται στον ενεστώτα ως εξής:
I am, You are, He is, She is, It is, We are, You are, They are.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- I have been to: πήγα κάπου (και γύρισα)
- I have been to Paris twice. (Η έκφραση I have gone to είναι διαφορετική. Έχει την έννοια του πήγα κάπου, όμως σημαίνει πως είμαι ακόμα εκεί. e.g. I have gone to supermarket; I am not in my house.)
- I have been in: βρίσκομαι, ζω
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
be (ro) αρσενικό