Μετάβαση στο περιεχόμενο

there

Από Βικιλεξικό

Επίρρημα

[επεξεργασία]

there (en)

  • εκεί
      You have to be there every day in the morning.
    Πρέπει να βρίσκεσαι εκεί κάθε μέρα το πρωί.
      Don’t sit there!
    Μην κάτσεις εκεί!