been
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
been (en)
- παθητική μετοχή του ρήματος be
Αφρικάανς (af) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
been (af)
- το κόκαλο
Ολλανδικά (nl) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
been (nl) ουδέτερο
- το κόκαλο