being
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
being (en)
- το ον
- a human being - ανθρώπινο ον
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
being (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του be, όντας