being
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]being (en)
- το ον
- a human being - ανθρώπινο ον
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]being (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του be, όντας
being (en)
being (en)