οπωσδήποτε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οπωσδήποτε < αρχαία ελληνική ὅπως δήποτε
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.pozˈði.po.te/
Επίρρημα[επεξεργασία]
οπωσδήποτε
- με κάθε τρόπο, σε οποιαδήποτε περίπτωση