Μετάβαση στο περιεχόμενο

somehow

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
somehow < some + how

Επίρρημα

[επεξεργασία]

somehow (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. κάπως, οπωσδήποτε, κατά κάποιο τρόπο
    παράδειγμα  I will manage somehow.
    Κάπως θα τα καταφέρω.
    παράδειγμα  We’ll get there somehow.
    Θα φτάσουμε εκεί οπωσδήποτε.
    παράδειγμα  We must find the money for rent somehow.
    Πρέπει να βρούμε τα χρήματα για το νοίκι οπωσδήποτε.
     συνώνυμα:  come what may, one way or another, someway και someways
  2. δεν ξέρω γιατί αλλά, για κάποιο αόριστο λόγο
    παράδειγμα  Somehow I don’t trust that man.
    Δεν ξέρω γιατί αλλά δεν εμπιστεύομαι αυτόν τον άνθρωπο.