well
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | well |
συγκριτικός | better |
υπερθετικός | best |
well (en)
- καλά
- ↪ He speaks English well.
- Μιλάει καλά αγγλικά.
- ↪ He speaks English well.
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Επιφώνημα[επεξεργασία]
well (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
well | wells |
well (en)
- το πηγάδι
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 403, 409, 510. ISBN 9780194325684., λήμμα: καλά, καλώς, λοιπόν