look

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επιφώνημα[επεξεργασία]

look (en)

  • κοίτα, λοιπόν, μια προτροπή να δώσει προσοχή
    Look, here we are at last!
    Λοιπόν φτάσαμε επιτέλους!
    Look, as I was saying…
    Λοιπόν, όπως έλεγα…
     συνώνυμα: → δείτε την επιφώνημα so

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
look looks

look (en)

  1. το κοίταγμα
  2. το βλέμμα, η ματιά
  3. η όψη (συνήθως στον πληθυντικό)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας look
γ΄ ενικό ενεστώτα looks
αόριστος looked
παθητική μετοχή looked
ενεργητική μετοχή looking

look (en)

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]