σαν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

ελληνικό αλφάβητο
 Α  α     άλφα / ἄλφα Ν ν   νι / νῦ
 Β  β  ϐ   βήτα / βῆτα Ξ ξ   ξι / ξεῖ, ξῖ, ξῦ
 Γ γ   γάμα / γάμμα Ο ο   όμικρον / ὂ μικρόν, (οὖ)
 Δ δ   δέλτα Π π ϖ  πι / πεῖ, πῖ
 Ε ε   έψιλον / ἒ ψιλόν, (εἶ) Ρ ρ ϱ ρο / ῥῶ
 Ζ ζ   ζήτα / ζῆτα Σ σ/ς   σίγμα / σῖγμα
 Η η   ήτα / ἦτα Τ τ   ταυ / ταῦ
 Θ θ ϑ θήτα / θῆτα Υ υ   ύψιλον / ὖ ψιλόν, ()
 Ι ι   γιώτα, ιώτα / ἰῶτα Φ φ ϕ φι / φεῖ, φῖ
 Κ κ ϰ κάπα / κάππα Χ χ   χι / χεῖ, χῖ
 Λ λ   λάμδα, λάμντα, λάβδα Ψ ψ   ψι / ψεῖ, ψῖ
 Μ μ   μι / μῦ Ω ω   ωμέγα / ὦ μέγα, ()
Παρωχημένα γράμματα
 Ϝ ϝ   δίγαμμα  Ϻ ϻ   σαν
 Ϛ ϛ   στίγμα  Ϸ ϸ   σω
 Ϡ ϡ   σαμπί  Ͳ ͳ   παλαιό σαμπί
 Ϙ ϙ   κόππα  Ϟ ϟ   μεταγενέστερο κόππα
 Ͱ ͱ   ἧτα (δασυνόμενο)  Ϲ  ϲ   μηνοειδές σίγμα
 Ϗ ϗ   και  Ȣ ȣ   ου
 Ͷ ͷ   παμφυλιακό δίγαμμα        

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαν < μεσαιωνική ελληνική σάν < ὡσάν < αρχαία ελληνική φράση ὡς ἄν

Μόριο[επεξεργασία]

σαν και σα

  1. (με ουσιαστικά) δηλώνει παρομοίωση: όπως, όμοια, σάμπως
    το πρωί να τρως σαν βασιλιάς, το μεσημέρι σαν πλούσιος, το βράδυ σαν φτωχός
  2. (με ουσιαστικά) δηλώνει μια ιδιότητα ψευδή ή αναληθή
    συμπεριφέρεται σαν μεγιστάνας
  3. (με ουσιαστικά ή επίθετα) δηλώνει αιτιολογία: ως
    σου τα λέω αυτά σαν φίλος
  4. (με επίθετα, ρήματα, επιρρήματα) δηλώνει αβεβαιότητα ή πιθανότητα
    σαν να λες ψέμματα
  5. (σε ερωτήσεις) άραγε, τάχα
    για πες μου, σαν πότε σκέφτεσαι να έρθεις;
  6. (σε αναφορικές παραβολικές προτάσεις) δηλώνει μια μη πραγματική ιδιότητα
    μιλάει σαν να ήταν ο πρωθυπουργός
  7. (σε αναφορικές παραβολικές προτάσεις) δηλώνει πιθανή αιτιολογία
    σταμάτησε να μιλάει σαν να κατάλαβε το λάθος που έκανε
  8. (σε ειδικές προτάσεις) ότι
    έδειξε σαν να τον αναγνώρισε

Σύνδεσμος[επεξεργασία]

σαν (χρονικός)

  1. όταν, αφού
    σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη... (Καβάφης)
  2. μόλις
    χαμογέλασες αμήχανα, σαν με είδες
  3. όποτε, κάθε φορά που...
    θλίβομαι σαν μου φωνάζεις

Μεταφράσεις[επεξεργασία]